ἀπονευρώσῃ

ἀπονευρώσῃ
ἀπονευρώσηι , ἀπονεύρωσις
end of the muscle
fem dat sg (epic)
ἀπονευρόομαι
become tendinous
aor subj mp 2nd sg
ἀπονευρόομαι
become tendinous
fut ind mp 2nd sg
ἀ̱πονευρώσῃ , ἀπονευρόομαι
become tendinous
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απονεύρωση — Η αποκοπή των νεύρων. Η α. εφαρμόζεται συνήθως στην οδοντιατρική. Ως ουσιαστικό, ονομάζεται στην ανατομία ένας άσπρος, στιλπνός και ανθεκτικός υμένας, που σχηματίζεται από πυκνές συνδετικές ίνες. Οι μορφές του είναι τέσσερις: η περιβλητική,που… …   Dictionary of Greek

  • απονεύρωση — η (ιατρ.), η αφαίρεση ή νέκρωση νεύρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απονευρωτικός — ή, ό σχετικός με την απονεύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < απονεύρωσις ( η) πρβλ. αγγλ. aponeurotic] …   Dictionary of Greek

  • επικράνιος — α, ο (Α ἐπικράνιος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω στο κρανίο νεοελλ. ανατ. φρ. «επικράνιος ἡ μετωποϊνιακός μυς»* ο ενιαίος μυς που καλύπτει όλο τον θόλο τού κρανίου και αποτελείται από δύο μυς, τον μετωπιαίο και τον ινιακό, ενωμένους με σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • πελματιαίος — α, ο ανατ. ο σχετικός με το πέλμα (α. «πελματιαία απονεύρωση» β. «πελματιαία αρτηρία» γ. «πελματιαίος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλμα, ατος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. νωτ ιαίος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σπιγγέλειος — α, ο, Ν ανατ. 1. (για ανατομικά στοιχεία) αυτός που περιγράφηκε από τον φλαμανδό ανατόμο Αντριάαν βαν ντεν Σπίγγελ 2. φρ. α) «σπιγγέλειος λοβός τού ήπατος» μικρός ηπατικός λοβός πίσω από τις πύλες τού ήπατος, αλλ. κερκοφόρος λοβός β) «σπιγγέλεια… …   Dictionary of Greek

  • Τενόν, Zακ Ρενέ — (Tenon, 1724 – 1816). Γάλλος ανατόμος, χειρουργός και οφθαλμίατρος. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός και αργότερα διετέλεσε χειρούργος της Σαλπετριέρης, καθηγητής του κολεγίου της χειρουργικής και βουλευτής. Μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”